Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὄψις
ὀψιτέλεστος
ὄψον
ὀψοποιέω
ὀψοποιητικός
ὀψοποιία
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπόνος
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγία
ὀψοφάγος
ὄψ
ὀψωνέω
ὀψώνης
View word page
ὀψοποιητικός
ὀψοποιητικός ὀψοποιητικός, ή, όν of or fit for cookery: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of cookery, Arist.

ShortDef

of or fit for delicate cookery

Debugging

Headword:
ὀψοποιητικός
Headword (normalized):
ὀψοποιητικός
Headword (normalized/stripped):
οψοποιητικος
IDX:
23991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24017
Key:
o)yopoihtiko/s

Data

{'content': 'ὀψοποιητικός\n ὀψοποιητικός, ή, όν\n of or fit for cookery: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of cookery, Arist.', 'key': 'o)yopoihtiko/s'}