Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὄψις
ὀψιτέλεστος
ὄψον
ὀψοποιέω
ὀψοποιητικός
ὀψοποιία
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπόνος
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγία
ὀψοφάγος
ὄψ
ὀψωνέω
View word page
ὀψοποιέω
ὀψοποιέω , to eat meat or fish with bread, Xen.

ShortDef

dress food

Debugging

Headword:
ὀψοποιέω
Headword (normalized):
ὀψοποιέω
Headword (normalized/stripped):
οψοποιεω
IDX:
23990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24016
Key:
o)yopoie/omai

Data

{'content': 'ὀψοποιέω\n , \n to eat meat or fish with bread, Xen.', 'key': 'o)yopoie/omai'}