Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὄψις
ὀψιτέλεστος
ὄψον
ὀψοποιέω
ὀψοποιητικός
ὀψοποιία
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπόνος
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγία
ὀψοφάγος
View word page
ὀψιτέλεστος
ὀψιτέλεστος ὀψῐ-τέλεστος, ον, to be late fulfilled, Il.
ShortDef
to be late fulfilled
Debugging
Headword:
ὀψιτέλεστος
Headword (normalized):
ὀψιτέλεστος
Headword (normalized/stripped):
οψιτελεστος
IDX:
23988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24014
Key:
o)yite/lestos
Data
{'content': 'ὀψιτέλεστος\n ὀψῐ-τέλεστος, ον,\n to be late fulfilled, Il.', 'key': 'o)yite/lestos'}