Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀψέ
ὀψία
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὄψις
ὀψιτέλεστος
ὄψον
ὀψοποιέω
ὀψοποιητικός
ὀψοποιία
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπόνος
ὀψοφαγέω
View word page
ὄψιος
ὄψιος ὄψιος, α, ον ὀψέ late, Lat. serus, Pind.: Attic comp. ὀψιαίτερος, η, ον, earlier; Sup. ὀψιαίτατος, η, ον, earliest, Xen.:—neut. ὀψιαίτερον as adv., comp. of ὀψέ, Plat.; Sup. ὀψιαίτατα Plat., Xen.

ShortDef

late

Debugging

Headword:
ὄψιος
Headword (normalized):
ὄψιος
Headword (normalized/stripped):
οψιος
IDX:
23986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24012
Key:
o)/yios

Data

{'content': 'ὄψιος\n ὄψιος, α, ον\n ὀψέ\n late, Lat. serus, Pind.: Attic comp. ὀψιαίτερος, η, ον, earlier; Sup. ὀψιαίτατος, η, ον, earliest, Xen.:—neut. ὀψιαίτερον as adv., comp. of ὀψέ, Plat.; Sup. ὀψιαίτατα Plat., Xen.', 'key': 'o)/yios'}