Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀψείω
ὀψέ
ὀψία
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὄψις
ὀψιτέλεστος
ὄψον
ὀψοποιέω
ὀψοποιητικός
ὀψοποιία
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπόνος
View word page
ὀψίνοος
ὀψίνοος ὀψί-νους, ουν, late-observing, of Epimetheus, Pind.
ShortDef
late-observing
Debugging
Headword:
ὀψίνοος
Headword (normalized):
ὀψίνοος
Headword (normalized/stripped):
οψινοος
IDX:
23985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24011
Key:
o)yi/nous
Data
{'content': 'ὀψίνοος\n ὀψί-νους, ουν,\n late-observing, of Epimetheus, Pind.', 'key': 'o)yi/nous'}