Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀψαρότης
ὀψείω
ὀψέ
ὀψία
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὄψις
ὀψιτέλεστος
ὄψον
ὀψοποιέω
ὀψοποιητικός
ὀψοποιία
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
View word page
ὄψιμος
ὄψιμος ὄψῐμος, ον, ὀψέ poetic for ὄψιος late, slow, τέρας ὄψ. a prognostic late of fulfilment, Il.:— late in the season, Xen., NTest.

ShortDef

late, slow

Debugging

Headword:
ὄψιμος
Headword (normalized):
ὄψιμος
Headword (normalized/stripped):
οψιμος
IDX:
23984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24010
Key:
o)/yimos

Data

{'content': 'ὄψιμος\n ὄψῐμος, ον,\n ὀψέ\n poetic for ὄψιος\n late, slow, τέρας ὄψ. a prognostic late of fulfilment, Il.:— late in the season, Xen., NTest.', 'key': 'o)/yimos'}