Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄψανον
ὀψαρότης
ὀψείω
ὀψέ
ὀψία
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὄψις
ὀψιτέλεστος
ὄψον
ὀψοποιέω
ὀψοποιητικός
ὀψοποιία
ὀψοποιικός
View word page
ὀψιμαθία
ὀψιμαθία from ὀψῐμᾰθής ὀψῐμᾰθία, ἡ, late-gotten learning, Theophr.

ShortDef

late-gotten learning

Debugging

Headword:
ὀψιμαθία
Headword (normalized):
ὀψιμαθία
Headword (normalized/stripped):
οψιμαθια
IDX:
23983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24009
Key:
o)yimaqi/a

Data

{'content': 'ὀψιμαθία\n from ὀψῐμᾰθής\n ὀψῐμᾰθία, ἡ,\n late-gotten learning, Theophr.', 'key': 'o)yimaqi/a'}