Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀχυρωτέος
ὀψαμάτης
ὄψανον
ὀψαρότης
ὀψείω
ὀψέ
ὀψία
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὄψις
ὀψιτέλεστος
ὄψον
ὀψοποιέω
ὀψοποιητικός
View word page
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθέω ὀψῐμᾰθέω, to learn late, Luc. from ὀψῐμᾰθής

ShortDef

to learn late

Debugging

Headword:
ὀψιμαθέω
Headword (normalized):
ὀψιμαθέω
Headword (normalized/stripped):
οψιμαθεω
IDX:
23981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24007
Key:
o)yimaqe/w

Data

{'content': 'ὀψιμαθέω\n ὀψῐμᾰθέω,\n to learn late, Luc.\n from ὀψῐμᾰθής', 'key': 'o)yimaqe/w'}