Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀχμάζω
ὄχνη
ὄχος
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
ὀχυρόω
ὀχύρωμα
ὀχυρωτέος
ὀψαμάτης
ὄψανον
ὀψαρότης
ὀψείω
ὀψέ
ὀψία
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὄψιμος
View word page
ὀψαρότης
ὀψαρότης ὀψ-ᾰρότης, ου, ὁ, ὀψέ one who ploughs late, Hes.
ShortDef
one who ploughs late
Debugging
Headword:
ὀψαρότης
Headword (normalized):
ὀψαρότης
Headword (normalized/stripped):
οψαροτης
IDX:
23974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24000
Key:
o)yaro/ths
Data
{'content': 'ὀψαρότης\n ὀψ-ᾰρότης, ου, ὁ,\n ὀψέ\n one who ploughs late, Hes.', 'key': 'o)yaro/ths'}