Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄβατος
ἀββα
Ἀβδηρίτης
Ἀβδηριτικός
ἀβέβαιος
ἀβέβηλος
ἀβελτερία
ἀβέλτερος
ἀβίαστος
ἄβιος
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλέφαρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρός
ἀβληχρώδης
ἀβοήθητος
ἀβοητί
View word page
ἀβίωτος
ἀβίωτος not to be lived, insupportable, ἀβ. πεποίηκε τὸν βίον Ar.; ἀβίωτον χρόνον βιοτεῦσαι Eur.; ἀβίωτόν ἐστι life is intolerable, Eur., Plat.; adv., ἀβιώτως ἔχειν to find life intolerable, Plut.

ShortDef

not to be lived, insupportable

Debugging

Headword:
ἀβίωτος
Headword (normalized):
ἀβίωτος
Headword (normalized/stripped):
αβιωτος
IDX:
24
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24
Key:
a)bi/wtos

Data

{'content': 'ἀβίωτος\n not to be lived, insupportable, ἀβ. πεποίηκε τὸν βίον Ar.; ἀβίωτον χρόνον βιοτεῦσαι Eur.; ἀβίωτόν ἐστι life is intolerable, Eur., Plat.; adv., ἀβιώτως ἔχειν to find life intolerable, Plut.', 'key': 'a)bi/wtos'}