Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀχλοκρατία
ὀχλοποιέω
ὄχλος
ὀχλώδης
ὀχμάζω
ὄχνη
ὄχος
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
ὀχυρόω
ὀχύρωμα
ὀχυρωτέος
ὀψαμάτης
ὄψανον
ὀψαρότης
ὀψείω
ὀψέ
ὀψία
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψίκοιτος
View word page
ὀχύρωμα
ὀχύρωμα ὀχύρωμα, ατος, τό, a stronghold, fortress, Xen. from ὀχυρόω

ShortDef

a stronghold, fortress

Debugging

Headword:
ὀχύρωμα
Headword (normalized):
ὀχύρωμα
Headword (normalized/stripped):
οχυρωμα
IDX:
23970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23996
Key:
o)xu/rwma

Data

{'content': 'ὀχύρωμα\n ὀχύρωμα, ατος, τό,\n a stronghold, fortress, Xen.\n from ὀχυρόω', 'key': 'o)xu/rwma'}