Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀχλαγωγός
ὀχλέω
ὀχληρός
ὀχλίζω
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατία
ὀχλοποιέω
ὄχλος
ὀχλώδης
ὀχμάζω
ὄχνη
ὄχος
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
ὀχυρόω
ὀχύρωμα
ὀχυρωτέος
ὀψαμάτης
ὄψανον
ὀψαρότης
ὀψείω
View word page
ὄχνη
ὄχνη ὄχνη, ἡ, later form of ὄγχνη a wild pear, Theocr.
ShortDef
a wild pear
Debugging
Headword:
ὄχνη
Headword (normalized):
ὄχνη
Headword (normalized/stripped):
οχνη
IDX:
23965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23991
Key:
o)/xnh
Data
{'content': 'ὄχνη\n ὄχνη, ἡ,\n later form of ὄγχνη\n a wild pear, Theocr.', 'key': 'o)/xnh'}