Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄχθος
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγός
ὀχλέω
ὀχληρός
ὀχλίζω
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατία
ὀχλοποιέω
ὄχλος
ὀχλώδης
ὀχμάζω
ὄχνη
ὄχος
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
ὀχυρόω
ὀχύρωμα
ὀχυρωτέος
ὀψαμάτης
ὄψανον
View word page
ὀχλώδης
ὀχλώδης ὀχλ-ώδης, ες εἶδος like a mob, and so, turbulent, unruly, Plat.; τὸ ὀχλ. troublesomeness, Thuc. common, vulgar, Plut.

ShortDef

like a mob

Debugging

Headword:
ὀχλώδης
Headword (normalized):
ὀχλώδης
Headword (normalized/stripped):
οχλωδης
IDX:
23963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23989
Key:
o)xlw/dhs

Data

{'content': 'ὀχλώδης\n ὀχλ-ώδης, ες\n εἶδος\n like a mob, and so,\n turbulent, unruly, Plat.; τὸ ὀχλ. troublesomeness, Thuc.\n common, vulgar, Plut.', 'key': 'o)xlw/dhs'}