Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄχθη
ὀχθηρός
ὄχθος
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγός
ὀχλέω
ὀχληρός
ὀχλίζω
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατία
ὀχλοποιέω
ὄχλος
ὀχλώδης
ὀχμάζω
ὄχνη
ὄχος
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
ὀχυρόω
ὀχύρωμα
ὀχυρωτέος
View word page
ὀχλοποιέω
ὀχλοποιέω ὀχλο-ποιέω, to make a riot, NTest.

ShortDef

to make a riot

Debugging

Headword:
ὀχλοποιέω
Headword (normalized):
ὀχλοποιέω
Headword (normalized/stripped):
οχλοποιεω
IDX:
23961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23987
Key:
o)xlopoie/w

Data

{'content': 'ὀχλοποιέω\n ὀχλο-ποιέω,\n to make a riot, NTest.', 'key': 'o)xlopoie/w'}