Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄχημα
ὄχησις
ὀχθέω
ὄχθη
ὀχθηρός
ὄχθος
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγός
ὀχλέω
ὀχληρός
ὀχλίζω
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατία
ὀχλοποιέω
ὄχλος
ὀχλώδης
ὀχμάζω
ὄχνη
ὄχος
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
View word page
ὀχλίζω
ὀχλίζω ὀχλίζω, ὄχλος μόχλος to move by a lever, to heave up, τὸν λᾶαν οὔ κε δύʼ ἀνέρε ὀχλίσσειαν Hom.
ShortDef
to move by a lever, to heave up
Debugging
Headword:
ὀχλίζω
Headword (normalized):
ὀχλίζω
Headword (normalized/stripped):
οχλιζω
IDX:
23958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23984
Key:
o)xli/zw
Data
{'content': 'ὀχλίζω\n ὀχλίζω,\n ὄχλος μόχλος\n to move by a lever, to heave up, τὸν λᾶαν οὔ κε δύʼ ἀνέρε ὀχλίσσειαν Hom.', 'key': 'o)xli/zw'}