Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀχέω
ὄχημα
ὄχησις
ὀχθέω
ὄχθη
ὀχθηρός
ὄχθος
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγός
ὀχλέω
ὀχληρός
ὀχλίζω
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατία
ὀχλοποιέω
ὄχλος
ὀχλώδης
ὀχμάζω
ὄχνη
ὄχος
ὀχυροποιέομαι
View word page
ὀχληρός
ὀχληρός from ὀχλέω ὀχληρός, ά, όν troublesome, irksome, importunate, Hdt., Eur., Plat.
ShortDef
troublesome, irksome, importunate
Debugging
Headword:
ὀχληρός
Headword (normalized):
ὀχληρός
Headword (normalized/stripped):
οχληρος
IDX:
23957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23983
Key:
o)xlhro/s
Data
{'content': 'ὀχληρός\n from ὀχλέω\n ὀχληρός, ά, όν\n troublesome, irksome, importunate, Hdt., Eur., Plat.', 'key': 'o)xlhro/s'}