Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀχεύς
ὀχεύω
ὀχέω
ὄχημα
ὄχησις
ὀχθέω
ὄχθη
ὀχθηρός
ὄχθος
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγός
ὀχλέω
ὀχληρός
ὀχλίζω
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατία
ὀχλοποιέω
ὄχλος
ὀχλώδης
ὀχμάζω
ὄχνη
View word page
ὀχλαγωγός
ὀχλαγωγός ὀχλ-ᾰγωγός, οῦ, ὁ, a mob-leader.
ShortDef
a mob-leader
Debugging
Headword:
ὀχλαγωγός
Headword (normalized):
ὀχλαγωγός
Headword (normalized/stripped):
οχλαγωγος
IDX:
23955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23981
Key:
o)xlagwgo/s
Data
{'content': 'ὀχλαγωγός\n ὀχλ-ᾰγωγός, οῦ, ὁ,\n a mob-leader.', 'key': 'o)xlagwgo/s'}