Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀχετός
ὀχεύς
ὀχεύω
ὀχέω
ὄχημα
ὄχησις
ὀχθέω
ὄχθη
ὀχθηρός
ὄχθος
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγός
ὀχλέω
ὀχληρός
ὀχλίζω
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατία
ὀχλοποιέω
ὄχλος
ὀχλώδης
ὀχμάζω
View word page
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγία ὀχλᾰγωγία, ἡ, mob-oratory, Plut. from ὀχλᾰγωγός
ShortDef
mob-oratory
Debugging
Headword:
ὀχλαγωγία
Headword (normalized):
ὀχλαγωγία
Headword (normalized/stripped):
οχλαγωγια
IDX:
23954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23980
Key:
o)xlagwgi/a
Data
{'content': 'ὀχλαγωγία\n ὀχλᾰγωγία, ἡ,\n mob-oratory, Plut.\n from ὀχλᾰγωγός', 'key': 'o)xlagwgi/a'}