Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀχετεύω
ὀχετηγός
ὀχετός
ὀχεύς
ὀχεύω
ὀχέω
ὄχημα
ὄχησις
ὀχθέω
ὄχθη
ὀχθηρός
ὄχθος
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγός
ὀχλέω
ὀχληρός
ὀχλίζω
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατία
ὀχλοποιέω
ὄχλος
View word page
ὀχθηρός
ὀχθηρός from ὄχθη ὀχθηρός, ά, όν hilly, Anth.

ShortDef

hilly

Debugging

Headword:
ὀχθηρός
Headword (normalized):
ὀχθηρός
Headword (normalized/stripped):
οχθηρος
IDX:
23952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23978
Key:
o)xqhro/s

Data

{'content': 'ὀχθηρός\n from ὄχθη\n ὀχθηρός, ά, όν\n hilly, Anth.', 'key': 'o)xqhro/s'}