Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀφθαλμός
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιόπους
ὄφις
ὄφλημα
ὀφλισκάνω
ὄφρα
ὀφρυάω
ὀφρύη
ὀφρυόεις
ὀφρύς
ὄχανον
ὄχα
ὀχεία
ὀχετεύω
ὀχετηγός
ὀχετός
ὀχεύς
ὀχεύω
View word page
ὀφρύη
ὀφρύη ὀφρύη, ἡ, Ionic for ὀφρύς II, Hdt., Eur.
ShortDef
brow of a hill, embankment
Debugging
Headword:
ὀφρύη
Headword (normalized):
ὀφρύη
Headword (normalized/stripped):
οφρυη
IDX:
23936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23962
Key:
o)fru/h
Data
{'content': 'ὀφρύη\n ὀφρύη, ἡ,\n Ionic for ὀφρύς II, Hdt., Eur.', 'key': 'o)fru/h'}