Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀφθαλμία
ὀφθαλμιάω
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμός
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιόπους
ὄφις
ὄφλημα
ὀφλισκάνω
ὄφρα
ὀφρυάω
ὀφρύη
ὀφρυόεις
ὀφρύς
ὄχανον
ὄχα
ὀχεία
ὀχετεύω
View word page
ὄφλημα
ὄφλημα ὄφλημα, ατος, τό, a fine incurred in a lawsuit, Dem. from ὀφλισκάνω

ShortDef

a fine incurred in a lawsuit

Debugging

Headword:
ὄφλημα
Headword (normalized):
ὄφλημα
Headword (normalized/stripped):
οφλημα
IDX:
23932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23958
Key:
o)/flhma

Data

{'content': 'ὄφλημα\n ὄφλημα, ατος, τό,\n a fine incurred in a lawsuit, Dem.\n from ὀφλισκάνω', 'key': 'o)/flhma'}