Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀφέλλω
ὄφελος
ὀφεώδης
ὀφθαλμία
ὀφθαλμιάω
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμός
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιόπους
ὄφις
ὄφλημα
ὀφλισκάνω
ὄφρα
ὀφρυάω
ὀφρύη
ὀφρυόεις
ὀφρύς
ὄχανον
View word page
ὀφθαλμωρύχος
ὀφθαλμωρύχος ὀφθαλμ-ωρύχος (ῠ), ον, tearing out the eyes, Aesch.
ShortDef
tearing out the eyes
Debugging
Headword:
ὀφθαλμωρύχος
Headword (normalized):
ὀφθαλμωρύχος
Headword (normalized/stripped):
οφθαλμωρυχος
IDX:
23929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23955
Key:
o)fqalmwru/xos
Data
{'content': 'ὀφθαλμωρύχος\n ὀφθαλμ-ωρύχος (ῠ), ον,\n tearing out the eyes, Aesch.', 'key': 'o)fqalmwru/xos'}