Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀφείλω
ὀφέλλω
ὄφελος
ὀφεώδης
ὀφθαλμία
ὀφθαλμιάω
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμός
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιόπους
ὄφις
ὄφλημα
ὀφλισκάνω
ὄφρα
ὀφρυάω
ὀφρύη
ὀφρυόεις
ὀφρύς
View word page
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμοφανής ὀφθαλμο-φᾰνής, ές φαίνομαι apparent to the eye, Strab.
ShortDef
apparent to the eye
Debugging
Headword:
ὀφθαλμοφανής
Headword (normalized):
ὀφθαλμοφανής
Headword (normalized/stripped):
οφθαλμοφανης
IDX:
23928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23954
Key:
o)fqalmofanh/s
Data
{'content': 'ὀφθαλμοφανής\n ὀφθαλμο-φᾰνής, ές\n φαίνομαι\n apparent to the eye, Strab.', 'key': 'o)fqalmofanh/s'}