ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμο-φᾰνής, ές
φαίνομαι
apparent to the eye, Strab.
{
"content": "ὀφθαλμοφανής\n ὀφθαλμο-φᾰνής, ές\n φαίνομαι\n apparent to the eye, Strab.",
"key": "o)fqalmofanh/s"
}