Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀφειλή
ὀφείλω
ὀφέλλω
ὄφελος
ὀφεώδης
ὀφθαλμία
ὀφθαλμιάω
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμός
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιόπους
ὄφις
ὄφλημα
ὀφλισκάνω
ὄφρα
ὀφρυάω
ὀφρύη
ὀφρυόεις
View word page
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμότεγκτος ὀφθαλμό-τεγκτος, ον, τέγγω wetting the eyes, Eur.
ShortDef
wetting the eyes
Debugging
Headword:
ὀφθαλμότεγκτος
Headword (normalized):
ὀφθαλμότεγκτος
Headword (normalized/stripped):
οφθαλμοτεγκτος
IDX:
23927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23953
Key:
o)fqalmo/tegktos
Data
{'content': 'ὀφθαλμότεγκτος\n ὀφθαλμό-τεγκτος, ον,\n τέγγω\n wetting the eyes, Eur.', 'key': 'o)fqalmo/tegktos'}