Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀφειλέτης
ὀφείλημα
ὀφειλή
ὀφείλω
ὀφέλλω
ὄφελος
ὀφεώδης
ὀφθαλμία
ὀφθαλμιάω
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμός
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιόπους
ὄφις
ὄφλημα
ὀφλισκάνω
ὄφρα
ὀφρυάω
View word page
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμοδουλεία ὀφθαλμο-δουλεία, ἡ, eye-service, NTest.

ShortDef

eye-service

Debugging

Headword:
ὀφθαλμοδουλεία
Headword (normalized):
ὀφθαλμοδουλεία
Headword (normalized/stripped):
οφθαλμοδουλεια
IDX:
23925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23951
Key:
o)fqalmodoulei/a

Data

{'content': 'ὀφθαλμοδουλεία\n ὀφθαλμο-δουλεία, ἡ,\n eye-service, NTest.', 'key': 'o)fqalmodoulei/a'}