Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οὕτως
ὀφειλέτης
ὀφείλημα
ὀφειλή
ὀφείλω
ὀφέλλω
ὄφελος
ὀφεώδης
ὀφθαλμία
ὀφθαλμιάω
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμός
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιόπους
ὄφις
ὄφλημα
ὀφλισκάνω
ὄφρα
View word page
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμίδιον ὀφθαλμίδιον (μῐ), ου, τό, Dim. of ὀφθαλμός, Ar.
ShortDef
little eye
Debugging
Headword:
ὀφθαλμίδιον
Headword (normalized):
ὀφθαλμίδιον
Headword (normalized/stripped):
οφθαλμιδιον
IDX:
23924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23950
Key:
o)fqalmi/dion
Data
{'content': 'ὀφθαλμίδιον\n ὀφθαλμίδιον (μῐ), ου, τό,\n Dim. of ὀφθαλμός, Ar.', 'key': 'o)fqalmi/dion'}