Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οὗτος
οὑτωσί
οὕτως
ὀφειλέτης
ὀφείλημα
ὀφειλή
ὀφείλω
ὀφέλλω
ὄφελος
ὀφεώδης
ὀφθαλμία
ὀφθαλμιάω
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμός
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιόπους
ὄφις
ὄφλημα
View word page
ὀφθαλμία
ὀφθαλμία ὀφθαλμία, ἡ, ὀφθαλμός ophthalmia, Ar., Xen., etc.
ShortDef
ophthalmia
Debugging
Headword:
ὀφθαλμία
Headword (normalized):
ὀφθαλμία
Headword (normalized/stripped):
οφθαλμια
IDX:
23922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23948
Key:
o)fqalmi/a
Data
{'content': 'ὀφθαλμία\n ὀφθαλμία, ἡ,\n ὀφθαλμός\n ophthalmia, Ar., Xen., etc.', 'key': 'o)fqalmi/a'}