Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οὔτι πω
Οὖτις
οὔτις
οὔτοι
οὑτοσί
οὗτος
οὑτωσί
οὕτως
ὀφειλέτης
ὀφείλημα
ὀφειλή
ὀφείλω
ὀφέλλω
ὄφελος
ὀφεώδης
ὀφθαλμία
ὀφθαλμιάω
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμός
ὀφθαλμότεγκτος
View word page
ὀφειλή
ὀφειλή ὀφειλή, ἡ, ὀφείλω a debt, NTest.:— oneʼs due, NTest.
ShortDef
a debt
Debugging
Headword:
ὀφειλή
Headword (normalized):
ὀφειλή
Headword (normalized/stripped):
οφειλη
IDX:
23917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23943
Key:
o)feilh/
Data
{'content': 'ὀφειλή\n ὀφειλή, ἡ,\n ὀφείλω\n a debt, NTest.:— oneʼs due, NTest.', 'key': 'o)feilh/'}