Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οὔτι πη
οὔτι πω
Οὖτις
οὔτις
οὔτοι
οὑτοσί
οὗτος
οὑτωσί
οὕτως
ὀφειλέτης
ὀφείλημα
ὀφειλή
ὀφείλω
ὀφέλλω
ὄφελος
ὀφεώδης
ὀφθαλμία
ὀφθαλμιάω
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμός
View word page
ὀφείλημα
ὀφείλημα ὀφείλημα, ατος, τό, that which is owed, a debt, Thuc., Plat.

ShortDef

that which is owed, a debt

Debugging

Headword:
ὀφείλημα
Headword (normalized):
ὀφείλημα
Headword (normalized/stripped):
οφειλημα
IDX:
23916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23942
Key:
o)fei/lhma

Data

{'content': 'ὀφείλημα\n ὀφείλημα, ατος, τό,\n that which is owed, a debt, Thuc., Plat.', 'key': 'o)fei/lhma'}