Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οὔτι
οὔτι πη
οὔτι πω
Οὖτις
οὔτις
οὔτοι
οὑτοσί
οὗτος
οὑτωσί
οὕτως
ὀφειλέτης
ὀφείλημα
ὀφειλή
ὀφείλω
ὀφέλλω
ὄφελος
ὀφεώδης
ὀφθαλμία
ὀφθαλμιάω
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμοδουλεία
View word page
ὀφειλέτης
ὀφειλέτης ὀφειλέτης, ου, ὁ, ὀφείλω a debtor, τινί Plat.: ὀφ. εἰμί, c. inf., I am under bond to do a thing, Soph.:—fem. ὀφειλέτις, ιδος, Eur.
ShortDef
a debtor
Debugging
Headword:
ὀφειλέτης
Headword (normalized):
ὀφειλέτης
Headword (normalized/stripped):
οφειλετης
IDX:
23915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23941
Key:
o)feile/ths
Data
{'content': 'ὀφειλέτης\n ὀφειλέτης, ου, ὁ,\n ὀφείλω\n a debtor, τινί Plat.: ὀφ. εἰμί, c. inf., I am under bond to do a thing, Soph.:—fem. ὀφειλέτις, ιδος, Eur.', 'key': 'o)feile/ths'}