Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οὐρεσίοικος
οὐρεσιφοίτης
οὐρεύς
οὐρέω
οὐρητιάω
οὐρίαχος
οὐριβάτης
οὐρίζω
οὐρίθρεπτος
οὔριος
οὐριοστάτης
οὐριόω
οὔρισμα
οὖρον
οὖρον
οὖρος
οὖρος
οὐρός
οὐσία
οὖς
οὐτάζω
View word page
οὐριοστάτης
οὐριοστάτης οὐριο-στάτης, ου, ὁ, steady and prosperous, Aesch.
ShortDef
steady and prosperous
Debugging
Headword:
οὐριοστάτης
Headword (normalized):
οὐριοστάτης
Headword (normalized/stripped):
ουριοστατης
IDX:
23889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23913
Key:
ou)riosta/ths
Data
{'content': 'οὐριοστάτης\n οὐριο-στάτης, ου, ὁ,\n steady and prosperous, Aesch.', 'key': 'ou)riosta/ths'}