Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οὐρεόφοιτος
οὐρεσιβώτης
οὐρεσίοικος
οὐρεσιφοίτης
οὐρεύς
οὐρέω
οὐρητιάω
οὐρίαχος
οὐριβάτης
οὐρίζω
οὐρίθρεπτος
οὔριος
οὐριοστάτης
οὐριόω
οὔρισμα
οὖρον
οὖρον
οὖρος
οὖρος
οὐρός
οὐσία
View word page
οὐρίθρεπτος
οὐρίθρεπτος οὐρί-θρεπτος, η, ον poetic for ὀρείθρεπτος mountain-bred, Eur.

ShortDef

mountain-bred

Debugging

Headword:
οὐρίθρεπτος
Headword (normalized):
οὐρίθρεπτος
Headword (normalized/stripped):
ουριθρεπτος
IDX:
23887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23911
Key:
ou)ri/qreptos

Data

{'content': 'οὐρίθρεπτος\n οὐρί-θρεπτος, η, ον\n poetic for ὀρείθρεπτος\n mountain-bred, Eur.', 'key': 'ou)ri/qreptos'}