Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνάξιος
ἀναξιφόρμιγξ
ἄναξ
ἀναξυρίδες
ἀναξύω
ἀναπαιδεύω
ἀνάπαιστος
ἀναπαίω
ἀνάπαλιν
ἀναπάλλω
ἀναπάσσω
ἀνάπαυλα
ἀνάπαυμα
ἀνάπαυσις
ἀναπαυστήριος
ἀναπαύω
ἀνά
ἀνα-
ἀναπείθω
ἀναπειράομαι
ἀναπείρω
View word page
ἀναπάσσω
ἀναπάσσω to sprinkle upon, τί τινι Pind.

ShortDef

to sprinkle upon

Debugging

Headword:
ἀναπάσσω
Headword (normalized):
ἀναπάσσω
Headword (normalized/stripped):
αναπασσω
IDX:
2390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2391
Key:
a)napa/ssw

Data

{'content': 'ἀναπάσσω\n to sprinkle upon, τί τινι Pind.', 'key': 'a)napa/ssw'}