Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οὐρανογνώμων
οὐρανόδεικτος
οὐρανόθεν
οὐρανόθι
οὐρανομήκης
οὐρανός
οὐρανοῦχος
οὐρά
οὐρεόφοιτος
οὐρεσιβώτης
οὐρεσίοικος
οὐρεσιφοίτης
οὐρεύς
οὐρέω
οὐρητιάω
οὐρίαχος
οὐριβάτης
οὐρίζω
οὐρίθρεπτος
οὔριος
οὐριοστάτης
View word page
οὐρεσίοικος
οὐρεσίοικος οὐρεσί-οικος, ον, poetic for ὀρεσίοικος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
οὐρεσίοικος
Headword (normalized):
οὐρεσίοικος
Headword (normalized/stripped):
ουρεσιοικος
IDX:
23879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23903
Key:
ou)resi/oikos
Data
{'content': 'οὐρεσίοικος\n οὐρεσί-οικος, ον,\n poetic for ὀρεσίοικος, Anth.', 'key': 'ou)resi/oikos'}