Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Οὐρανίωνες
οὐρανογνώμων
οὐρανόδεικτος
οὐρανόθεν
οὐρανόθι
οὐρανομήκης
οὐρανός
οὐρανοῦχος
οὐρά
οὐρεόφοιτος
οὐρεσιβώτης
οὐρεσίοικος
οὐρεσιφοίτης
οὐρεύς
οὐρέω
οὐρητιάω
οὐρίαχος
οὐριβάτης
οὐρίζω
οὐρίθρεπτος
οὔριος
View word page
οὐρεσιβώτης
οὐρεσιβώτης οὐρεσι-βώτης, ου, ὁ, poetic for ὀρεσιββώτης feeding on the mountains, Soph.
ShortDef
feeding on the mountains
Debugging
Headword:
οὐρεσιβώτης
Headword (normalized):
οὐρεσιβώτης
Headword (normalized/stripped):
ουρεσιβωτης
IDX:
23878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23902
Key:
ou)resibw/ths
Data
{'content': 'οὐρεσιβώτης\n οὐρεσι-βώτης, ου, ὁ,\n poetic for ὀρεσιββώτης\n feeding on the mountains, Soph.', 'key': 'ou)resibw/ths'}