Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οὐρανίς
Οὐρανίωνες
οὐρανογνώμων
οὐρανόδεικτος
οὐρανόθεν
οὐρανόθι
οὐρανομήκης
οὐρανός
οὐρανοῦχος
οὐρά
οὐρεόφοιτος
οὐρεσιβώτης
οὐρεσίοικος
οὐρεσιφοίτης
οὐρεύς
οὐρέω
οὐρητιάω
οὐρίαχος
οὐριβάτης
οὐρίζω
οὐρίθρεπτος
View word page
οὐρεόφοιτος
οὐρεόφοιτος poetic for ὀρεόφφοιτος φοιτάω mountain haunting, Anth.: fem. -φοιτάς, άδος, Anth.

ShortDef

mountain haunting

Debugging

Headword:
οὐρεόφοιτος
Headword (normalized):
οὐρεόφοιτος
Headword (normalized/stripped):
ουρεοφοιτος
IDX:
23877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23901
Key:
ou)reo/foitos

Data

{'content': 'οὐρεόφοιτος\n poetic for ὀρεόφφοιτος\n φοιτάω\n mountain haunting, Anth.: fem. -φοιτάς, άδος, Anth.', 'key': 'ou)reo/foitos'}