Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οὐράνιος
οὐρανίσκος
οὐρανίς
Οὐρανίωνες
οὐρανογνώμων
οὐρανόδεικτος
οὐρανόθεν
οὐρανόθι
οὐρανομήκης
οὐρανός
οὐρανοῦχος
οὐρά
οὐρεόφοιτος
οὐρεσιβώτης
οὐρεσίοικος
οὐρεσιφοίτης
οὐρεύς
οὐρέω
οὐρητιάω
οὐρίαχος
οὐριβάτης
View word page
οὐρανοῦχος
οὐρανοῦχος οὐρᾰν-οῦχος, ον, ἔχω holding heaven, ἀρχὴ οὐρ. the rule of heaven, Aesch.

ShortDef

holding heaven

Debugging

Headword:
οὐρανοῦχος
Headword (normalized):
οὐρανοῦχος
Headword (normalized/stripped):
ουρανουχος
IDX:
23875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23899
Key:
ou)ranou=xos

Data

{'content': 'οὐρανοῦχος\n οὐρᾰν-οῦχος, ον,\n ἔχω\n holding heaven, ἀρχὴ οὐρ. the rule of heaven, Aesch.', 'key': 'ou)ranou=xos'}