Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οὔπως
οὐραγία
οὐραγός
οὐραῖος
Οὐρανία
Οὐρανίδης
οὐράνιος
οὐρανίσκος
οὐρανίς
Οὐρανίωνες
οὐρανογνώμων
οὐρανόδεικτος
οὐρανόθεν
οὐρανόθι
οὐρανομήκης
οὐρανός
οὐρανοῦχος
οὐρά
οὐρεόφοιτος
οὐρεσιβώτης
οὐρεσίοικος
View word page
οὐρανογνώμων
οὐρανογνώμων οὐρᾰνο-γνώμων, ον, skilled in the heavens, Luc.
ShortDef
skilled in the heavens
Debugging
Headword:
οὐρανογνώμων
Headword (normalized):
οὐρανογνώμων
Headword (normalized/stripped):
ουρανογνωμων
IDX:
23869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23893
Key:
ou)ranognw/mwn
Data
{'content': 'οὐρανογνώμων\n οὐρᾰνο-γνώμων, ον,\n skilled in the heavens, Luc.', 'key': 'ou)ranognw/mwn'}