Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οὐ
οὔπω
οὐπώποτε
οὔπως
οὐραγία
οὐραγός
οὐραῖος
Οὐρανία
Οὐρανίδης
οὐράνιος
οὐρανίσκος
οὐρανίς
Οὐρανίωνες
οὐρανογνώμων
οὐρανόδεικτος
οὐρανόθεν
οὐρανόθι
οὐρανομήκης
οὐρανός
οὐρανοῦχος
οὐρά
View word page
οὐρανίσκος
οὐρανίσκος οὐρᾰνίσκος, ὁ, Dim. of οὐρανός the vault of a room or tent, a canopy, Plut.

ShortDef

the vault of a room

Debugging

Headword:
οὐρανίσκος
Headword (normalized):
οὐρανίσκος
Headword (normalized/stripped):
ουρανισκος
IDX:
23866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23890
Key:
ou)rani/skos

Data

{'content': 'οὐρανίσκος\n οὐρᾰνίσκος, ὁ,\n Dim. of οὐρανός\n the vault of a room or tent, a canopy, Plut.', 'key': 'ou)rani/skos'}