Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οὔπη
οὔ ποθι
οὔ ποτε
οὔ που
οὐ
οὔπω
οὐπώποτε
οὔπως
οὐραγία
οὐραγός
οὐραῖος
Οὐρανία
Οὐρανίδης
οὐράνιος
οὐρανίσκος
οὐρανίς
Οὐρανίωνες
οὐρανογνώμων
οὐρανόδεικτος
οὐρανόθεν
οὐρανόθι
View word page
οὐραῖος
οὐραῖος οὐραῖος, α, ον οὐρα of the tail, τρίχες οὐραῖαι Il.: —generally, hindmost, οὐρ. πόδες the hind- feet, Theocr.; cf. οὐραία. οὐραῖον, ου, the tail, in pl., οὐραῖα the hinder part, rear, Eur., Luc.
ShortDef
of the tail
Debugging
Headword:
οὐραῖος
Headword (normalized):
οὐραῖος
Headword (normalized/stripped):
ουραιος
IDX:
23862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23886
Key:
ou)rai=os1
Data
{'content': 'οὐραῖος\n οὐραῖος, α, ον\n οὐρα\n of the tail, τρίχες οὐραῖαι Il.: —generally, hindmost, οὐρ. πόδες the hind- feet, Theocr.; cf. οὐραία. \n οὐραῖον, ου, the tail, in pl., οὐραῖα the hinder part, rear, Eur., Luc.', 'key': 'ou)rai=os1'}