Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οὐλαί
οὐλαμός
οὐλή
οὐλή
οὔλιος
οὐλόθριξ
οὐλοκάρηνος
οὐλόκερως
οὐλόμενος
οὖλον
οὐλόπους
οὖλος
οὖλος2
οὖλος3
οὐλοτριχέω
οὐλοχύται
Οὐλυμπόθεν
οὔλω
οὐ μάν
οὐ μὲν οὖν
οὐ μέν
View word page
οὐλόπους
οὐλόπους οὐλό-πους, v. οὐλοκάρηνος II.

ShortDef

all hoofs (LSJ sv οὐλοκάρηνος)

Debugging

Headword:
οὐλόπους
Headword (normalized):
οὐλόπους
Headword (normalized/stripped):
ουλοπους
IDX:
23831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23855
Key:
ou)lo/pous

Data

{'content': 'οὐλόπους\n οὐλό-πους,\n \n v. οὐλοκάρηνος II.', 'key': 'ou)lo/pous'}