Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οὐκέτι
οὐκοῦν
οὔκουν
οὐκ ἄρα
οὐλαί
οὐλαμός
οὐλή
οὐλή
οὔλιος
οὐλόθριξ
οὐλοκάρηνος
οὐλόκερως
οὐλόμενος
οὖλον
οὐλόπους
οὖλος
οὖλος2
οὖλος3
οὐλοτριχέω
οὐλοχύται
Οὐλυμπόθεν
View word page
οὐλοκάρηνος
οὐλοκάρηνος οὐλο-κάρηνος (ᾰ), ον, οὖλοs2, κάρηνον with crisp, curling hair, Od. οὐλόποδʼ, οὐλοκάρηνα, poet. for ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα, Hhymn.

ShortDef

with crisp, curling hair; with all heads

Debugging

Headword:
οὐλοκάρηνος
Headword (normalized):
οὐλοκάρηνος
Headword (normalized/stripped):
ουλοκαρηνος
IDX:
23827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23851
Key:
ou)loka/rhnos

Data

{'content': 'οὐλοκάρηνος\n οὐλο-κάρηνος (ᾰ), ον,\n οὖλοs2, κάρηνον\n with crisp, curling hair, Od.\n οὐλόποδʼ, οὐλοκάρηνα, poet. for ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα, Hhymn.', 'key': 'ou)loka/rhnos'}