Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὅτι
ὁτιή
ὁτιοῦν
ὀτλεύω
ὄτλος
ὄτοβος
ὀτοτοῖ
ὀτοτύζω
Ὀτοτύξιοι
ὀτραλέος
ὀτρηρός
ὀτρυντύς
ὀτρύνω
οὐαί
οὐά
οὖας
οὐατόεις
οὐ γὰρ ἀλλά
οὐ γὰρ οὖν
οὐ γάρ
οὐ γάρ που
View word page
ὀτρηρός
ὀτρηρός ὀτρηρός, ά, όν ὀτρύνω quick, nimble, busy, ready, Hom., Ar.:—adv. -ρῶς, ὀτραλέως, Od.

ShortDef

quick, nimble, busy, ready

Debugging

Headword:
ὀτρηρός
Headword (normalized):
ὀτρηρός
Headword (normalized/stripped):
οτρηρος
IDX:
23776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23800
Key:
o)trhro/s

Data

{'content': 'ὀτρηρός\n ὀτρηρός, ά, όν\n ὀτρύνω\n quick, nimble, busy, ready, Hom., Ar.:—adv. -ρῶς, ὀτραλέως, Od.', 'key': 'o)trhro/s'}