Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁγνότης
ἄγνυμι
ἀγνωμονέω
ἀγνωμοσύνη
ἀγνώμων
ἀγνωσία
ἀγνώς
ἄγνωστος
ἀγονία
ἄγονος
ἄγοος
ἀγοράζω
ἀγοραῖος
ἀγορανομικός
ἀγορανόμος
ἀγοράομαι
ἀγορά
ἀγορασἀγένειος
ἀγόρασμα
ἀγοραστής
ἀγορεύω
View word page
ἄγοος
ἄγοος unmourned, Aesch.

ShortDef

unmourned

Debugging

Headword:
ἄγοος
Headword (normalized):
ἄγοος
Headword (normalized/stripped):
αγοος
IDX:
238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n238
Key:
a)/goos

Data

{'content': 'ἄγοος\n unmourned, Aesch.', 'key': 'a)/goos'}