Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστώδης
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντήριος
ὄσφρησις
ὀσφύς
ὄσχος
ὀσχοφόρια
ὅταν
ὅτε
ὅτι
ὅτι
ὁτιή
ὁτιοῦν
ὀτλεύω
ὄτλος
ὄτοβος
View word page
ὄσχος
ὄσχος .ὄσχος, ὁ, = μόσχος a vine-branch, Ar.

ShortDef

a vine-branch

Debugging

Headword:
ὄσχος
Headword (normalized):
ὄσχος
Headword (normalized/stripped):
οσχος
IDX:
23761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23785
Key:
o)/sxos

Data

{'content': 'ὄσχος\n .ὄσχος, ὁ,\n = μόσχος\n a vine-branch, Ar.', 'key': 'o)/sxos'}