Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀστρακισμός
ὀστρακόεις
ὄστρακον
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστώδης
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντήριος
ὄσφρησις
ὀσφύς
ὄσχος
ὀσχοφόρια
ὅταν
ὅτε
ὅτι
ὅτι
ὁτιή
ὁτιοῦν
View word page
ὀσφραντήριος
ὀσφραντήριος ὀσφραντήριος, α, ον smelling, able to smell, sharp-smelling, Ar.

ShortDef

smelling, able to smell, sharp-smelling

Debugging

Headword:
ὀσφραντήριος
Headword (normalized):
ὀσφραντήριος
Headword (normalized/stripped):
οσφραντηριος
IDX:
23758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23782
Key:
o)sfranth/rios

Data

{'content': 'ὀσφραντήριος\n ὀσφραντήριος, α, ον\n smelling, able to smell, sharp-smelling, Ar.', 'key': 'o)sfranth/rios'}