Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀστράκινος
ὀστρακισμός
ὀστρακόεις
ὄστρακον
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστώδης
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντήριος
ὄσφρησις
ὀσφύς
ὄσχος
ὀσχοφόρια
ὅταν
ὅτε
ὅτι
ὅτι
ὁτιή
View word page
ὀσφραίνομαι
ὀσφραίνομαι ὄζω to catch scent of, smell, scent, track, c. gen., Hdt., Ar., etc.; absol., Plat.
ShortDef
to catch scent of, smell, scent, track
Debugging
Headword:
ὀσφραίνομαι
Headword (normalized):
ὀσφραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
οσφραινομαι
IDX:
23757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23781
Key:
o)sfrai/nomai
Data
{'content': 'ὀσφραίνομαι\n ὄζω\n to catch scent of, smell, scent, track, c. gen., Hdt., Ar., etc.; absol., Plat.', 'key': 'o)sfrai/nomai'}