Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστρακισμός
ὀστρακόεις
ὄστρακον
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστώδης
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντήριος
ὄσφρησις
ὀσφύς
ὄσχος
ὀσχοφόρια
ὅταν
ὅτε
ὅτι
ὅτι
View word page
ὀστώδης
ὀστώδης ὀστ-ώδης, ες εἶδος like bone, bony, Xen.
ShortDef
like bone, bony
Debugging
Headword:
ὀστώδης
Headword (normalized):
ὀστώδης
Headword (normalized/stripped):
οστωδης
IDX:
23756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23780
Key:
o)stw/dhs
Data
{'content': 'ὀστώδης\n ὀστ-ώδης, ες\n εἶδος\n like bone, bony, Xen.', 'key': 'o)stw/dhs'}