Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστρακισμός
ὀστρακόεις
ὄστρακον
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστώδης
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντήριος
ὄσφρησις
ὀσφύς
ὄσχος
ὀσχοφόρια
ὅταν
ὅτε
ὅτι
View word page
ὄστρεον
ὄστρεον .ὄστρεον, Attic ὄστρειον, ου, τό, an oyster, Lat. ostrea, Aesch., Plat.

ShortDef

an oyster

Debugging

Headword:
ὄστρεον
Headword (normalized):
ὄστρεον
Headword (normalized/stripped):
οστρεον
IDX:
23755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23779
Key:
o)/streon

Data

{'content': 'ὄστρεον\n .ὄστρεον, Attic ὄστρειον, ου, τό,\n an oyster, Lat. ostrea, Aesch., Plat.', 'key': 'o)/streon'}