Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀστρακεύς
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστρακισμός
ὀστρακόεις
ὄστρακον
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστώδης
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντήριος
ὄσφρησις
ὀσφύς
ὄσχος
ὀσχοφόρια
ὅταν
ὅτε
View word page
ὀστρειογραφής
ὀστρειογραφής ὀστρειο-γρᾰφής, ές γράφω purple-painted, Anth.
ShortDef
purple-painted
Debugging
Headword:
ὀστρειογραφής
Headword (normalized):
ὀστρειογραφής
Headword (normalized/stripped):
οστρειογραφης
IDX:
23754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23778
Key:
o)streiografh/s
Data
{'content': 'ὀστρειογραφής\n ὀστρειο-γρᾰφής, ές\n γράφω\n purple-painted, Anth.', 'key': 'o)streiografh/s'}